- πυρσόνωτος
- πυρσό-νωτος, ον,A redbacked,
δράκων E.HF397
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δράκων E.HF397
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρσόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα, ερυθρόνωτος («δράκοντα πυρσόνωτον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + νῶτον «πλάτη» (πρβλ. πορφυρό νωτος)] … Dictionary of Greek
πυρσόνωτον — πυρσόνωτος redbacked masc/fem acc sg πυρσόνωτος redbacked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)